ἀκρόπηλος

ἀκρόπηλος
ἀκρό-πηλος, ον,
A muddy on the surface, Plb.3.55.2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακρόπηλος — ἀκρόπηλος, ον (Α) αυτός τού οποίου η επιφάνεια είναι γεμάτη πηλό, λάσπη· [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + πηλός] …   Dictionary of Greek

  • ἀκροπήλων — ἀκρόπηλος muddy on the surface masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρο- — (I) Γλωσσ. α συνθετικό πλήθους συνθέτων τής Ελληνικής, αρχαίας και νέας, προερχόμενο από το επίθ. ἄκρος* ή τους ουσιαστικοποιημένους τύπους τού επιθέτου ἄκρα, η και ἄκρον, το. Τα σύνθετα τής κατηγορίας αυτής (ακρο Ι) σημαίνουν γενικά «τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”